- περισσοτέρως
- περισσόςbeyond the regular numberadverbial compπερισσόςbeyond the regular numbermasc acc comp pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισσότερος — η, ο / περισσότερος, έρα, ον, ΝΜΑ και περσότερος, η, ο, Ν (συγκριτ. τού περισσός) αυτός που ξεπερνά άλλον σε ποσότητα, πολυπληθέστερος, πολυαριθμότερος. επίρρ... περισσοτέρως Α περισσότερο, πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός +… … Dictionary of Greek
ԱՒԵԼԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0392 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 14c ա. περισσότερος, περιττός, πλείων abundatior, amplior Աւելին քան զայս. առաւելագոյն. առաւելեալ յինչ եւ է կարգի. առաւել. *Աւելագոյն է նոցա (պատիւն) քան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)